- ἀγροιῶται
- ἀγροιώτηςrusticmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγροιώτης — ἀγροιώτης, ο (θηλ. ώτις) (Α) [ἀγρός] 1. (συνήθως ως ουσ. και στον Όμηρο πάντοτε σε πληθ.) οἱ ἀγροιῶται αγρότες 2. ως επίθ. α) αυτός που προέρχεται από τον αγρό, αγροτικός β) άγριος … Dictionary of Greek
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek